Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pastorizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pastoriddzaˈtore]

1 παστεριωτής
2 συσκευή παστερίωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pastorizzato pastorizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pastorello (ουσ αρσ )
pastorizia (θηλ.ουσ)
pastorizio (επίθ.)
pastorizzare (ρ. μτβ.)
pastorizzato (επίθ.)
pastorizzatore (ουσ αρσ )
pastorizzazione (θηλ.ουσ)
pastosità (θηλ.ουσ)
pastoso (επίθ.)
pastrano (ουσ αρσ )
pastura (θηλ.ουσ)
pasturare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
patacca (θηλ.ουσ)
pataccone (ουσ αρσ )
patagone (ουσ αρσ )
patagone (επίθ.)
patapum (επιφ.)
patata (θηλ.ουσ)
patataio (ουσ αρσ )
pataticoltore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---