Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpastóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pasˈtoso], [pasˈtozo] 1 τρυφερός σαν ζυμάρι 2 απαλός 3 μαλακός 4 ο σαν ζυμάρι 5 ανερχόμενος σταδιακά 6 ώριμος 7 ζυμωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |