Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patagóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pataˈgone]

κάτοικος της Παταγωνίας

patagóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pataˈgone]

ο της Παταγωνίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pataccone patapum  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pastrano (ουσ αρσ )
pastura (θηλ.ουσ)
pasturare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
patacca (θηλ.ουσ)
pataccone (ουσ αρσ )
patagone (ουσ αρσ )
patagone (επίθ.)
patapum (επιφ.)
patata (θηλ.ουσ)
patataio (ουσ αρσ )
pataticoltore (ουσ αρσ )
pataticoltura (θηλ.ουσ)
patatina (θηλ. ουσ πληθ.)
patatrac (ουσ αρσ )
patavino (ουσ αρσ )
patavino (επίθ.)
pate (ουσ αρσ )
patella (θηλ.ουσ)
patema (ουσ αρσ )
patena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---