Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patavìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pataˈvino]

κάτοικος της Πάδουα

patavìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pataˈvino]

ο της Πάδουα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patatrac pate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patataio (ουσ αρσ )
pataticoltore (ουσ αρσ )
pataticoltura (θηλ.ουσ)
patatina (θηλ. ουσ πληθ.)
patatrac (ουσ αρσ )
patavino (ουσ αρσ )
patavino (επίθ.)
pate (ουσ αρσ )
patella (θηλ.ουσ)
patema (ουσ αρσ )
patena (θηλ.ουσ)
patentato (επίθ.)
patente (θηλ.ουσ)
patente (επίθ.)
patentino (ουσ αρσ )
patera (θηλ.ουσ)
pateracchio (ουσ αρσ )
paterasso (ουσ αρσ )
paterazzo (ουσ αρσ )
patereccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---