Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patèma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛma]

1 ανησυχία
2 λύπη
3 στενοχώρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patella patena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patatrac (ουσ αρσ )
patavino (ουσ αρσ )
patavino (επίθ.)
pate (ουσ αρσ )
patella (θηλ.ουσ)
patema (ουσ αρσ )
patena (θηλ.ουσ)
patentato (επίθ.)
patente (θηλ.ουσ)
patente (επίθ.)
patentino (ουσ αρσ )
patera (θηλ.ουσ)
pateracchio (ουσ αρσ )
paterasso (ουσ αρσ )
paterazzo (ουσ αρσ )
patereccio (ουσ αρσ )
paternale (θηλ. επίθ και ουσ)
paternalismo (ουσ αρσ )
paternalista (ουσ αρσ και θηλ.)
paternalista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---