Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatènte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛnte] το δίπλωμα, η πατέντα patènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛnte] 1 περιφανής 2 έκδηλος 3 ολοφάνερος 4 πατεντάτος 5 πασίδηλος 6 πρόδηλος 7 προφανής 8 περίτρανος 9 πασιφανής 10 οφθαλμοφανής permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpatente [θηλ.] di guida = η άδεια οδηγού, το δίπλωμα οδήγησης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |