Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pateràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pateˈrattso]

1 πατεράτσο
2 σκοινί ή συρματόσχοινο του καταρτιού προς το πλάι ή την πρύμη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paterasso patereccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patente (επίθ.)
patentino (ουσ αρσ )
patera (θηλ.ουσ)
pateracchio (ουσ αρσ )
paterasso (ουσ αρσ )
paterazzo (ουσ αρσ )
patereccio (ουσ αρσ )
paternale (θηλ. επίθ και ουσ)
paternalismo (ουσ αρσ )
paternalista (ουσ αρσ και θηλ.)
paternalista (επίθ.)
paternalistico (επίθ.)
paternamente (επίρ.)
paternità (θηλ.ουσ)
paterno (επίθ.)
paternostro (ουσ αρσ )
pateticamente (επίρ.)
pateticità (θηλ.ουσ)
patetico (ουσ αρσ )
patetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---