Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpateràzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pateˈrattso] 1 πατεράτσο 2 σκοινί ή συρματόσχοινο του καταρτιού προς το πλάι ή την πρύμη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |