patètico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]
1 συναισθηματικός άνθρωπος
2 αισθηματίας
3 συναισθηματισμός
4 πάθος
5 συγκίνηση
patètico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]
παθητικός (-ή, -ό), συμπα8ητικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]
1 συναισθηματικός άνθρωπος
2 αισθηματίας
3 συναισθηματισμός
4 πάθος
5 συγκίνηση
patètico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛtiko]
παθητικός (-ή, -ό), συμπα8ητικός (-ή, -ό)
permalink
patetico (ουσ αρσ )
patetico (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android