ItalianoGreco


patiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patiˈmento]

1 άλγος
2 βάσανο
3 πόνος
4 οδύνη
5 συμφορά
6 δεινοπάθημα
7 πάθημα
8 κακοπάθημα
9 δεινοπάθηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---