Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [paˈtire]

1 αλγώ
2 πονώ πολύ
3 τιμωρούμαι
4 χειμάζομαι
5 έχω βλάβη
6 ανέχομαι
7 πάσχω
8 βολοδέρνω
9 αναξιοπαθώ
10 υποφέρω
11 παθαίνω
12 δοκιμάζομαι
13 δεινοπαθώ

patìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtire]

παθαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patio patito  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


patire il mal d'auto = το αυτοκίνητο με ζαλίζει || patire il mal di mare = το πλοίο με ζαλίζει


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patinare (ρ. μτβ.)
patinato (επίθ.)
patinatura (θηλ.ουσ)
patinoso (επίθ.)
patio (ουσ αρσ )
patire (ρ.αμτβ.)
patire (ρ. μτβ.)
patito (ουσ αρσ )
patito (επίθ.)
patofobia (θηλ.ουσ)
patogenesi (θηλ.ουσ)
patogenetico (επίθ.)
patogeno (επίθ.)
patognomonico (επίθ.)
patois (ουσ αρσ )
patologia (θηλ.ουσ)
patologico (επίθ.)
patologo (ουσ αρσ )
patosi (θηλ.ουσ)
patrasso (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---