Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatinóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [patiˈnoso], [patiˈnozo] 1 που φέρει επίχρισμα (για γλώσσα) 2 καλυμμένος με πατίνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |