Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtɔlogo]

παθολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patologico patosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patogeno (επίθ.)
patognomonico (επίθ.)
patois (ουσ αρσ )
patologia (θηλ.ουσ)
patologico (επίθ.)
patologo (ουσ αρσ )
patosi (θηλ.ουσ)
patrasso (θηλ.ουσ)
patria (θηλ.ουσ)
patriarca (ουσ αρσ )
patriarcale (επίθ.)
patrigno (ουσ αρσ )
patrilineo (επίθ.)
patrimoniale (θηλ. επίθ και ουσ)
patrimonio (ουσ αρσ )
patrio (επίθ.)
patriota (ουσ αρσ και θηλ.)
patriottardo (ουσ αρσ )
patriottardo (επίθ.)
patriottico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---