Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patrimònio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patriˈmɔnjo]

1 (capitale) η περιουσία
2 (artistico,naturale) η κληρονομιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patrimoniale patrio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


patrimonio [αρσ.] storico = η ιστορική κληρονομιά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patriarca (ουσ αρσ )
patriarcale (επίθ.)
patrigno (ουσ αρσ )
patrilineo (επίθ.)
patrimoniale (θηλ. επίθ και ουσ)
patrimonio (ουσ αρσ )
patrio (επίθ.)
patriota (ουσ αρσ και θηλ.)
patriottardo (ουσ αρσ )
patriottardo (επίθ.)
patriottico (επίθ.)
patriottismo (ουσ αρσ )
patristica (θηλ.ουσ)
patristico (επίθ.)
patriziato (ουσ αρσ )
patrizio (ουσ αρσ )
patrizio (επίθ.)
patrocinante (ουσ αρσ )
patrocinante (επίθ.)
patrocinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---