ItalianoGreco


patrimònio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patriˈmɔnjo]

1 (capitale) η περιουσία
2 (artistico,naturale) η κληρονομιά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


patrimonio [αρσ.] storico = η ιστορική κληρονομιά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---