Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patrilìneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patriˈlineo]

1 ο της κοινωνικής οργάνωσης όπου ανώτατος αρχηγός είναι ο πατέρας
2 χαρακτηριστικός του συστήματος της πατριαρχίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patrigno patrimoniale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patrasso (θηλ.ουσ)
patria (θηλ.ουσ)
patriarca (ουσ αρσ )
patriarcale (επίθ.)
patrigno (ουσ αρσ )
patrilineo (επίθ.)
patrimoniale (θηλ. επίθ και ουσ)
patrimonio (ουσ αρσ )
patrio (επίθ.)
patriota (ουσ αρσ και θηλ.)
patriottardo (ουσ αρσ )
patriottardo (επίθ.)
patriottico (επίθ.)
patriottismo (ουσ αρσ )
patristica (θηλ.ουσ)
patristico (επίθ.)
patriziato (ουσ αρσ )
patrizio (ουσ αρσ )
patrizio (επίθ.)
patrocinante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---