ItalianoGreco


patrimoniàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [patrimoˈnjale]

1 πατρικός
2 κληρονομικός
3 πατροπαράδοτος
4 πάτριος
5 πατρογονικός
6 πατρώος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---