ItalianoGreco


patriottàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patriotˈtardo]

1 υπερπατριώτης
2 εκμεταλλευόμενος την ιδέα της πατρίδας
3 πατριδοκάπηλος

patriottàrdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patriotˈtardo]

φανατικός στον πατριωτισμό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---