ItalianoGreco


patrocinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [patroʧiˈnare]

1 υπερασπίζομαι
2 συνηγορώ υπέρ
3 γίνομαι υποστηρικτής προσπάθειας
4 πατρονάρω
5 προστατεύω
6 υποστηρίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---