Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patronàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patroˈnato]

1 ίδρυμα προστασίας
2 προστασία (από προστάτη άγιο)
3 φιλανθρωπικό ίδρυμα
4 πατρωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patronale patronessa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Patroclo (κύρ.όν. αρσ.)
patrologia (θηλ.ουσ)
patrologo (ουσ αρσ )
patrona (θηλ.ουσ)
patronale (επίθ.)
patronato (ουσ αρσ )
patronessa (θηλ.ουσ)
patronimia (θηλ.ουσ)
patronimico (ουσ αρσ )
patronimico (επίθ.)
patrono (ουσ αρσ )
patta (θηλ.ουσ)
pattare (ρ. μτβ.)
patteggiabile (επίθ.)
patteggiamento (ουσ αρσ )
patteggiare (ρ.αμτβ.)
patteggiare (ρ. μτβ.)
patteggiatore (ουσ αρσ )
pattinaggio (ουσ αρσ )
pattinare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---