Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patròna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtrona]

άγια προστάτιδα πόλης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patrologo patronale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patrocinatore (ουσ αρσ )
patrocinio (ουσ αρσ )
Patroclo (κύρ.όν. αρσ.)
patrologia (θηλ.ουσ)
patrologo (ουσ αρσ )
patrona (θηλ.ουσ)
patronale (επίθ.)
patronato (ουσ αρσ )
patronessa (θηλ.ουσ)
patronimia (θηλ.ουσ)
patronimico (ουσ αρσ )
patronimico (επίθ.)
patrono (ουσ αρσ )
patta (θηλ.ουσ)
pattare (ρ. μτβ.)
patteggiabile (επίθ.)
patteggiamento (ουσ αρσ )
patteggiare (ρ.αμτβ.)
patteggiare (ρ. μτβ.)
patteggiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---