Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatrocìnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [patroˈʧinjo] 1 υποστήριξη 2 συμπαράσταση 3 προστασία 4 νομική αντιπροσώπευση 5 πατρωνία 6 νομική υπεράσπιση 7 συνηγορία 8 υπεράσπιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |