Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patrocinatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [patroʧinaˈtore]

1 υποστηρικτής
2 συνεπίκουρος
3 συμπαραστάτης
4 αλληλέγγυος
5 προστάτης
6 απολογητής
7 παραστάτης
8 πάτρωνας
9 συνήγορος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patrocinare patrocinio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patrizio (ουσ αρσ )
patrizio (επίθ.)
patrocinante (ουσ αρσ )
patrocinante (επίθ.)
patrocinare (ρ. μτβ.)
patrocinatore (ουσ αρσ )
patrocinio (ουσ αρσ )
Patroclo (κύρ.όν. αρσ.)
patrologia (θηλ.ουσ)
patrologo (ουσ αρσ )
patrona (θηλ.ουσ)
patronale (επίθ.)
patronato (ουσ αρσ )
patronessa (θηλ.ουσ)
patronimia (θηλ.ουσ)
patronimico (ουσ αρσ )
patronimico (επίθ.)
patrono (ουσ αρσ )
patta (θηλ.ουσ)
pattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---