Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatriziàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [patritˈtsjato] 1 τάξη των πατρικίων 2 αριστοκράτες 3 αριστοκρατία 4 πατρίκιοι 5 ευγενείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |