Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patriòta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [patriˈɔta]

1 πατριωτάκι
2 συμπολίτης
3 συχωριανός
4 πατριώτης
5 φιλόπατρις
6 συμπατριώτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patrio patriottardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patrigno (ουσ αρσ )
patrilineo (επίθ.)
patrimoniale (θηλ. επίθ και ουσ)
patrimonio (ουσ αρσ )
patrio (επίθ.)
patriota (ουσ αρσ και θηλ.)
patriottardo (ουσ αρσ )
patriottardo (επίθ.)
patriottico (επίθ.)
patriottismo (ουσ αρσ )
patristica (θηλ.ουσ)
patristico (επίθ.)
patriziato (ουσ αρσ )
patrizio (ουσ αρσ )
patrizio (επίθ.)
patrocinante (ουσ αρσ )
patrocinante (επίθ.)
patrocinare (ρ. μτβ.)
patrocinatore (ουσ αρσ )
patrocinio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---