Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patiˈnato]

1 με λακ (για μαλλιά)
2 επικαλυμμένος με λεπτό λείο στρώμα
3 βερνικωμένος
4 καλυμμένος με πατίνα
5 στιλβωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patinare patinatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patibolare (επίθ.)
patibolo (ουσ αρσ )
patimento (ουσ αρσ )
patina (θηλ.ουσ)
patinare (ρ. μτβ.)
patinato (επίθ.)
patinatura (θηλ.ουσ)
patinoso (επίθ.)
patio (ουσ αρσ )
patire (ρ.αμτβ.)
patire (ρ. μτβ.)
patito (ουσ αρσ )
patito (επίθ.)
patofobia (θηλ.ουσ)
patogenesi (θηλ.ουσ)
patogenetico (επίθ.)
patogeno (επίθ.)
patognomonico (επίθ.)
patois (ουσ αρσ )
patologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---