ItalianoGreco


patinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [patiˈnato]

1 με λακ (για μαλλιά)
2 επικαλυμμένος με λεπτό λείο στρώμα
3 βερνικωμένος
4 καλυμμένος με πατίνα
5 στιλβωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---