Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [patinaˈtura] 1 στίλβωση 2 επικάλυψη με λακ 3 επικάλυψη με λεπτό λείο στρώμα 4 επικάλυψη με πατίνα 5 στίλβωμα 6 λουστράρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |