Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàtina  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpatina]

1 λακ μαλλιών
2 στίλβωμα
3 στιλπνή επίστρωση
4 λεπτό στρώμα
5 σκουριά χαλκού
6 πατίνα
7 επίχρισμα γλώσσας
8 επικαλυπτικό στρώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patimento patinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pathos (ουσ αρσ )
patibile (επίθ.)
patibolare (επίθ.)
patibolo (ουσ αρσ )
patimento (ουσ αρσ )
patina (θηλ.ουσ)
patinare (ρ. μτβ.)
patinato (επίθ.)
patinatura (θηλ.ουσ)
patinoso (επίθ.)
patio (ουσ αρσ )
patire (ρ.αμτβ.)
patire (ρ. μτβ.)
patito (ουσ αρσ )
patito (επίθ.)
patofobia (θηλ.ουσ)
patogenesi (θηλ.ουσ)
patogenetico (επίθ.)
patogeno (επίθ.)
patognomonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---