Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈtito]

1 θιασώτης
2 ένθερμος υποστηρικτής
3 θαυμαστής
4 λάτρης
5 ενθουσιώδης λάτρης
6 θεριακλής
7 οπαδός

patìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈtito]

(appassionato) λάτρης (-ης, -ες)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  patire patofobia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

patinatura (θηλ.ουσ)
patinoso (επίθ.)
patio (ουσ αρσ )
patire (ρ.αμτβ.)
patire (ρ. μτβ.)
patito (ουσ αρσ )
patito (επίθ.)
patofobia (θηλ.ουσ)
patogenesi (θηλ.ουσ)
patogenetico (επίθ.)
patogeno (επίθ.)
patognomonico (επίθ.)
patois (ουσ αρσ )
patologia (θηλ.ουσ)
patologico (επίθ.)
patologo (ουσ αρσ )
patosi (θηλ.ουσ)
patrasso (θηλ.ουσ)
patria (θηλ.ουσ)
patriarca (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---