Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpateticità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [patetiʧiˈta] 1 παθητικός τόνος 2 συγκίνηση 3 πάθος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |