Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


patèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈtɛrno]

1 προερχόμενος από πατέρα
2 γονικός
3 πατρογονικός
4 πατρικός
5 σχετικός με τον πατέρα
6 στοργικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paternità paternostro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paternalista (ουσ αρσ και θηλ.)
paternalista (επίθ.)
paternalistico (επίθ.)
paternamente (επίρ.)
paternità (θηλ.ουσ)
paterno (επίθ.)
paternostro (ουσ αρσ )
pateticamente (επίρ.)
pateticità (θηλ.ουσ)
patetico (ουσ αρσ )
patetico (επίθ.)
pateticume (ουσ αρσ )
patetismo (ουσ αρσ )
pathos (ουσ αρσ )
patibile (επίθ.)
patibolare (επίθ.)
patibolo (ουσ αρσ )
patimento (ουσ αρσ )
patina (θηλ.ουσ)
patinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---