Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpatàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [paˈtata] η πατάτα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpatate [θηλ. πλυθ.] fritte = οι τηγανιτές πατάτες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |