Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpastùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pasˈtura] 1 βοσκή 2 ποιμνιοβοσκή 3 βοσκοτόπι 4 νομή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |