Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pastìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtitʧo]

1 (confusione, guaio) η ανακατωσούρα
2 cucina το παστίτσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pasticcino pasticcione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettersi nei pasticci = μπαίνω σε μπελάσες || pasticcio [αρσ.] di maccheroni = η μακαρονάδα || pasticcio [αρσ.] di melanzane = ο μουσακάς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pasticceria (θηλ.ουσ)
pasticciare (ρ. μτβ.)
pasticciato (επίθ.)
pasticciere (ουσ αρσ )
pasticcino (ουσ αρσ )
pasticcio (ουσ αρσ )
pasticcione (ουσ αρσ )
pastiche (ουσ αρσ )
pastificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pastificazione (θηλ.ουσ)
pastificio (ουσ αρσ )
pastiglia (θηλ.ουσ)
pastina (θηλ.ουσ)
pastinaca (θηλ.ουσ)
pasto (ουσ αρσ )
pastocchia (θηλ.ουσ)
pastoia (θηλ.ουσ)
pastone (ουσ αρσ )
pastora (θηλ.ουσ)
pastorale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---