ItalianoGreco


pastìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈtitʧo]

1 (confusione, guaio) η ανακατωσούρα
2 cucina το παστίτσιο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettersi nei pasticci = μπαίνω σε μπελάσες || pasticcio [αρσ.] di maccheroni = η μακαρονάδα || pasticcio [αρσ.] di melanzane = ο μουσακάς



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---