Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassivànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [passiˈvante] 1 που προκαλεί χημική αδρανοποίηση 2 παθητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |