Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passivànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [passiˈvante]

1 που προκαλεί χημική αδρανοποίηση
2 παθητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passivamente passivare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passione (θηλ.ουσ)
passionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passista (ουσ αρσ και θηλ.)
passito (αρσ. επίθ και ουσ)
passivamente (επίρ.)
passivante (επίθ.)
passivare (ρ. μτβ.)
passivazione (θηλ.ουσ)
passivismo (ουσ αρσ )
passività (θηλ.ουσ)
passivo (ουσ αρσ )
passivo (επίθ.)
passo (ουσ αρσ )
passo (επίθ.)
passolina (θηλ.ουσ)
pasta (θηλ.ουσ)
pastafrolla (θηλ.ουσ)
pastaio (ουσ αρσ )
pastasciutta (θηλ.ουσ)
pasteggiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---