Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pasˈsivo] grammatica ο παθητικός passìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pasˈsivo] παθητικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfumatore [αρσ.] passivo = ο παθητικός καπνιστής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |