ItalianoGreco


pàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpasso]

1 το βήμα
2 (passaggio) το δίοδο
3 (valico) το πέρασμα
4 (brano) το απόσπασμα

pàsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpasso]

1 μαραμένος
2 ξερός
3 σταφιδιασμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di questo passo... = μ' αυτόν τον ρυθμό... || fare due passi = κάνω μια βόλτα || rumore [αρσ.] di passi = τα πατήματα || uva [θηλ.] passa = η σταφίδα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---