ItalianoGreco


passionìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [passjoˈnista]

πιστός του τάγματος του Πάθους (ιδρύθηκε στην Ιταλία το 1720)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---