Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [passjoˈnato]

1 παθιασμένος
2 εμπαθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passionario passione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passino (ουσ αρσ )
passio (ουσ αρσ )
passionale (επίθ.)
passionalità (θηλ.ουσ)
passionario (ουσ αρσ )
passionato (επίθ.)
passione (θηλ.ουσ)
passionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passista (ουσ αρσ και θηλ.)
passito (αρσ. επίθ και ουσ)
passivamente (επίρ.)
passivante (επίθ.)
passivare (ρ. μτβ.)
passivazione (θηλ.ουσ)
passivismo (ουσ αρσ )
passività (θηλ.ουσ)
passivo (ουσ αρσ )
passivo (επίθ.)
passo (ουσ αρσ )
passo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---