Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsista]

ποδηλάτης μεγάλων αποστάσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passionista passito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passionalità (θηλ.ουσ)
passionario (ουσ αρσ )
passionato (επίθ.)
passione (θηλ.ουσ)
passionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passista (ουσ αρσ και θηλ.)
passito (αρσ. επίθ και ουσ)
passivamente (επίρ.)
passivante (επίθ.)
passivare (ρ. μτβ.)
passivazione (θηλ.ουσ)
passivismo (ουσ αρσ )
passività (θηλ.ουσ)
passivo (ουσ αρσ )
passivo (επίθ.)
passo (ουσ αρσ )
passo (επίθ.)
passolina (θηλ.ουσ)
pasta (θηλ.ουσ)
pastafrolla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---