Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passeggìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [passedˈʤino]

το καροτσάκι περιπάτου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passeggiatrice passeggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passeggiare (ρ.αμτβ.)
passeggiare (ρ. μτβ.)
passeggiata (θηλ.ουσ)
passeggiatore (ουσ αρσ )
passeggiatrice (θηλ.ουσ)
passeggino (ουσ αρσ )
passeggio (ουσ αρσ )
passe–partout (ουσ αρσ )
passera (θηλ.ουσ)
passeracei (ουσ αρσ πληθ.)
passeraio (ουσ αρσ )
passerella (θηλ.ουσ)
passero (ουσ αρσ )
passerotto (ουσ αρσ )
passibile (επίθ.)
passiflora (θηλ.ουσ)
passim (επίρ.)
passino (ουσ αρσ )
passio (ουσ αρσ )
passionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---