ItalianoGreco


passeròtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [passeˈrɔtto]

1 αβλέπτημα
2 χονδροειδές λάθος
3 κακέκτυπο
4 αβλεψία
5 σπουργιτάκι
6 σπουργίτι
7 γκάφα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---