Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passeròtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [passeˈrɔtto]

1 αβλέπτημα
2 χονδροειδές λάθος
3 κακέκτυπο
4 αβλεψία
5 σπουργιτάκι
6 σπουργίτι
7 γκάφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passero passibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passera (θηλ.ουσ)
passeracei (ουσ αρσ πληθ.)
passeraio (ουσ αρσ )
passerella (θηλ.ουσ)
passero (ουσ αρσ )
passerotto (ουσ αρσ )
passibile (επίθ.)
passiflora (θηλ.ουσ)
passim (επίρ.)
passino (ουσ αρσ )
passio (ουσ αρσ )
passionale (επίθ.)
passionalità (θηλ.ουσ)
passionario (ουσ αρσ )
passionato (επίθ.)
passione (θηλ.ουσ)
passionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passista (ουσ αρσ και θηλ.)
passito (αρσ. επίθ και ουσ)
passivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---