Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpasserèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [passeˈrɛlla] 1 (ponticello) το γεφυράκι 2 (per barche) η σκάλα 3 (per modelle) η πασαρέλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |