ItalianoGreco


passàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsato]

1 παρελθόν
2 grammatica ο αόριστος

passàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsato]

περασμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


participio [αρσ.] passato = η μετοχή αορίστου || passato [αρσ.] prossimo = ο παρακείμενος || passato [αρσ.] remoto = ο αόριστος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---