Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsato]

1 παρελθόν
2 grammatica ο αόριστος

passàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsato]

περασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passatista passatoia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


participio [αρσ.] passato = η μετοχή αορίστου || passato [αρσ.] prossimo = ο παρακείμενος || passato [αρσ.] remoto = ο αόριστος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passare (ρ. μτβ.)
passata (θηλ.ουσ)
passatello (αρσ. επίθ και ουσ)
passatempo (ουσ αρσ )
passatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passato (ουσ αρσ )
passato (επίθ.)
passatoia (θηλ.ουσ)
passatoio (ουσ αρσ )
passatore (ουσ αρσ )
passatura (θηλ.ουσ)
passatutto (ουσ αρσ )
passaverdura (ουσ αρσ )
passavivande (ουσ αρσ )
passeggero (ουσ αρσ )
passeggero (επίθ.)
passeggiare (ρ.αμτβ.)
passeggiare (ρ. μτβ.)
passeggiata (θηλ.ουσ)
passeggiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---