ItalianoGreco


passàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈsata]

1 επίστρωση
2 πασάλειμμα
3 βούρτσισμα
4 χέρι μπογιάς ή βερνικιού
5 δίοδος
6 πέρασμα
7 βιαστική ματιά
8 ματιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---