Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suturàre (ρ. μτβ.) svantàggio (ουσ αρσ )
suvvìa (επιφ.) svantaggiosaménte (επίρ.)
suzióne (θηλ.ουσ) svantaggióso (επίθ.)
svagàre (ρ. μτβ.) svànzica (θηλ.ουσ)
svagarsi (ρ.μ. (αντων.)) svaporaménto (ουσ αρσ )
svagatàggine (θηλ.ουσ) svaporàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svagatézza (θηλ.ουσ) svaporazióne (θηλ.ουσ)
svagàto (ουσ αρσ ) svariaménto (ουσ αρσ )
svagàto (επίθ.) svariàre (ρ.αμτβ.)
svàgo (ουσ αρσ ) svariàre (ρ. μτβ.)
svaligiaménto (ουσ αρσ ) svariataménte (επίρ.)
svaligiàre (ρ. μτβ.) svariatézza (θηλ.ουσ)
svaligiatóre (ουσ αρσ ) svariàto (αρσ. επίθ και ουσ)
svalutàre (ρ. μτβ.) svarióne (ουσ αρσ )
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.)) svasàre (ρ. μτβ.)
svalutazióne (θηλ.ουσ) svasàto (αρσ. επίθ και ουσ)
svampàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) svasatóre (ουσ αρσ )
svampìre (ρ.αμτβ.) svasatùra (θηλ.ουσ)
svampìto (ουσ αρσ ) svàsso (ουσ αρσ )
svampìto (επίθ.) svàstica (θηλ.ουσ)
svaniménto (ουσ αρσ ) svecchiaménto (ουσ αρσ )
svanìre (ρ.αμτβ.) svecchiàre (ρ. μτβ.)
svanìto (ουσ αρσ ) svecciatóio (ουσ αρσ )
svanìto (επίθ.) svecciatóre (ουσ αρσ )
svantaggiàto (επίθ.) svedése (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: