Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svedése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zveˈdese], [zveˈdeze]

1 (persona) ο Σουηδός, η Σουηδέζα
2 (lingua) τα σουηδικά

svedése  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zveˈdese], [zveˈdeze]

Σουηδή

svedése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zveˈdese], [zveˈdeze]

σουηδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svecciatore sveglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svastica (θηλ.ουσ)
svecchiamento (ουσ αρσ )
svecchiare (ρ. μτβ.)
svecciatoio (ουσ αρσ )
svecciatore (ουσ αρσ )
svedese (ουσ αρσ )
svedese (θηλ.ουσ)
svedese (επίθ.)
sveglia (θηλ.ουσ)
svegliare (ρ. μτβ.)
svegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
svegliarino (ουσ αρσ )
sveglio (επίθ.)
svelamento (ουσ αρσ )
svelare (ρ. μτβ.)
svelarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenare (ρ. μτβ.)
svelenarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenire (ρ. μτβ.)
svelenirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---