Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svecchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvekˈkjare]

1 φρεσκάρω
2 ανακαινίζω
3 ανακατασκευάζω
4 μεταρρυθμίζω
5 ανανεώνω
6 εκσυγχρονίζω
7 συγχρονίζω
8 εφαρμόζω σύγχρονες αντιλήψεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svecchiamento svecciatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svasatore (ουσ αρσ )
svasatura (θηλ.ουσ)
svasso (ουσ αρσ )
svastica (θηλ.ουσ)
svecchiamento (ουσ αρσ )
svecchiare (ρ. μτβ.)
svecciatoio (ουσ αρσ )
svecciatore (ουσ αρσ )
svedese (ουσ αρσ )
svedese (θηλ.ουσ)
svedese (επίθ.)
sveglia (θηλ.ουσ)
svegliare (ρ. μτβ.)
svegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
svegliarino (ουσ αρσ )
sveglio (επίθ.)
svelamento (ουσ αρσ )
svelare (ρ. μτβ.)
svelarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---