Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvasatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zvazaˈtura] 1 λιμάρισμα 2 διεύρυνση υποδοχής βίδας 3 αλλαγή γλάστρας λουλουδιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |