Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svasatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvazaˈtore]

1 βιδολόγος
2 εργαλείο μεγέθυνσης τρυπών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svasato svasatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svariatezza (θηλ.ουσ)
svariato (αρσ. επίθ και ουσ)
svarione (ουσ αρσ )
svasare (ρ. μτβ.)
svasato (αρσ. επίθ και ουσ)
svasatore (ουσ αρσ )
svasatura (θηλ.ουσ)
svasso (ουσ αρσ )
svastica (θηλ.ουσ)
svecchiamento (ουσ αρσ )
svecchiare (ρ. μτβ.)
svecciatoio (ουσ αρσ )
svecciatore (ουσ αρσ )
svedese (ουσ αρσ )
svedese (θηλ.ουσ)
svedese (επίθ.)
sveglia (θηλ.ουσ)
svegliare (ρ. μτβ.)
svegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
svegliarino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---