svariàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjato]
1 παντοίος
2 πολύμορφος
3 διαφορετικός
4 πολύς
5 διάφορος
6 ποικιλόμορφος
7 ποικίλος
8 ποικιλόσχημος
9 πολυειδής
10 ποικιλόχρωμος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjato]
1 παντοίος
2 πολύμορφος
3 διαφορετικός
4 πολύς
5 διάφορος
6 ποικιλόμορφος
7 ποικίλος
8 ποικιλόσχημος
9 πολυειδής
10 ποικιλόχρωμος
permalink
svariato (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android