Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svariàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjare]

1 μεταβάλλομαι
2 διαποικίλλομαι
3 διαφοροποιούμαι

svariàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjare]

1 μεταβάλλω
2 διαποικίλλω
3 διαφοροποιώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svariamento svariatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )
svariare (ρ.αμτβ.)
svariare (ρ. μτβ.)
svariatamente (επίρ.)
svariatezza (θηλ.ουσ)
svariato (αρσ. επίθ και ουσ)
svarione (ουσ αρσ )
svasare (ρ. μτβ.)
svasato (αρσ. επίθ και ουσ)
svasatore (ουσ αρσ )
svasatura (θηλ.ουσ)
svasso (ουσ αρσ )
svastica (θηλ.ουσ)
svecchiamento (ουσ αρσ )
svecchiare (ρ. μτβ.)
svecciatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---